- αλληστρατίζω
- και αλλοστρατίζωαλλάζω στράτα, ακολουθώ άλλο δρόμο.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αλληστρατίζω < φρ. άλλη στράτα. Το αλλοστρατίζω < αλλο-* + στράτα.ΠΑΡ. νεοελλ. αλληστράτισμα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άλλος — η, ο (ΑΜ ἄλλος, η, ον) (ως αντωνυμία ή επίθετο) 1. αυτός που διακρίνεται από κάποιον ή κάποιους, που ήδη έχουν αναφερθεί ή υπονοηθεί 2. (ενάρθρως) ο άλλος, οι άλλοι αυτός ή αυτοί που απομένουν, οι υπόλοιποι 3. διαφορετικός, αλλιώτικος, άλλου… … Dictionary of Greek
αλληστράτισμα — το [αλληστρατίζω] αλλαξοδρόμισμα, παραστράτημα … Dictionary of Greek
αλλοστρατίζω — βλ. αλληστρατίζω … Dictionary of Greek